κιτρέλαιο

κιτρέλαιο
το
αιθέριο έλαιο που εξάγεται από τα κίτρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κίτρο + -έλαιο (< ἔλαιον), πρβλ. αμυγδαλ-έλαιο, ροδ-έλαιο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κίτρο(ν) — το (Α κίτρον) ο καρπός τού δέντρου κιτριά νεοελλ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη ρουτώδη και στην οικογένεια ρουτίδες και το οποίο περιλαμβάνει 10 περίπου είδη, γνωστά ως εσπεριδοειδή. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. citrum, το οποίο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”